- φοιδέρατος
- -άτη, -ον Μβλ. φοιδεράτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοιδεράτος — ο / φοιδερᾱτος, ΝΜΑ και φαιδεράτοι Ν, και ως επίθ. φοιδέρατος και φεδέρατος και φιδέρατος, άτη, ον, Μ 1. (στην αρχ. Ρώμη) ανεξάρτητες πολιτείες που συνδέονταν με τη Ρώμη με συνθήκες και τών οποίων οι κάτοικοι ήταν σύμμαχοι τών Ρωμαίων, αλλά δεν… … Dictionary of Greek
φεδέρατος — και φιδέρατος και φοιδέρατος, η, ον, Μ βλ. φοιδεράτος … Dictionary of Greek
φαιδεράτοι — οι, Ν βλ. φοιδεράτος … Dictionary of Greek